- κεροπάνι
- τοτεμάχιο πανιού αλειμμένο με κερί, μουσαμάς.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κεροπάνι — και κερόπανο, το βλ. κηρόπανο … Dictionary of Greek
κηρόπανο — και κεροπάνι, το αδιάβροχο ύφασμα αλειμμένο με ύλη που περιέχει κερί, κηρωτό ύφασμα … Dictionary of Greek
κερόπανο — το κεροπάνι, μουσαμάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)